- κουμκουάτ
- ή κουμκάτ, το1. βοτ. κοινή ονομασία μικρών εσπεριδοειδών τού γένους φορτουνέλα2. είδος κερκυραϊκού λικέρ που παρασκευάζεται από το είδος φορτουνέλας που καλλιεργείται στην Κέρκυρα κ.α.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. kumquat (< κινεζ. kam kwat < kam «χρυσός» + kwat «πορτοκάλι»].
Dictionary of Greek. 2013.