κουμκουάτ

κουμκουάτ
ή κουμκάτ, το
1. βοτ. κοινή ονομασία μικρών εσπεριδοειδών τού γένους φορτουνέλα
2. είδος κερκυραϊκού λικέρ που παρασκευάζεται από το είδος φορτουνέλας που καλλιεργείται στην Κέρκυρα κ.α.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. kumquat (< κινεζ. kam kwat < kam «χρυσός» + kwat «πορτοκάλι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουμκουάτ ή κουμκάτ — Κοινή ονομασία των ειδών του γένους Fortunella της οικογένειας των ρουτιδών, το οποίο περιλαμβάνει έξι ασιατικά είδη. Πρόκειται για οπωροφόρα αειθαλή θαμνώδη δέντρα, ύψους 2,4 4,5 μ.· τα φύλλα του κ. είναι μικρά, σκουροπράσινα, λογχοειδή,… …   Dictionary of Greek

  • φορτουνέλ(λ)α — η, Ν βοτ. 1. γένος δικότυλων φυτών, τής οικογένειας ρουτίδες, ιθαγενές τής Άπω Ανατολής, κν. γνωστό ως κουμκουάτ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fortunella < νεολατ. fortunella από το όν. τού Σκωτσέζου βοτανολόγου Robert Fortune] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”